Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπρεσβεία
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
ἀπόπρισις
ἀπόπρισμα
ἀποπριστέον
ἀποπρίω
ἀποπρό
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
View word page
ἀποπροαιρέω
to take away from

ShortDef

to take away from

Debugging

Headword:
ἀποπροαιρέω
Headword (normalized):
ἀποπροαιρέω
Headword (normalized/stripped):
αποπροαιρεω
IDX:
11789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11790
Key:

Data

{'content': 'to take away from'}