Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπρατίζομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρεσβεία
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
ἀπόπρισις
ἀπόπρισμα
ἀποπριστέον
ἀποπρίω
ἀποπρό
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
View word page
ἀποπρό
far away, afar off
ShortDef
far away, afar off
Debugging
Headword:
ἀποπρό
Headword (normalized):
ἀποπρό
Headword (normalized/stripped):
αποπρο
IDX:
11787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11788
Key:
Data
{'content': 'far away, afar off'}