Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπράσσω
ἀποπρατίζομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρεσβεία
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
ἀπόπρισις
ἀπόπρισμα
ἀποπριστέον
ἀποπρίω
ἀποπρό
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
View word page
ἀποπρίω
to saw off

ShortDef

to saw off

Debugging

Headword:
ἀποπρίω
Headword (normalized):
ἀποπρίω
Headword (normalized/stripped):
αποπριω
IDX:
11786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11787
Key:

Data

{'content': 'to saw off'}