Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπραμα
ἀποπράσσω
ἀποπρατίζομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρεσβεία
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
ἀπόπρισις
ἀπόπρισμα
ἀποπριστέον
ἀποπρίω
ἀποπρό
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
View word page
ἀποπριστέον
one must saw off

ShortDef

one must saw off

Debugging

Headword:
ἀποπριστέον
Headword (normalized):
ἀποπριστέον
Headword (normalized/stripped):
αποπριστεον
IDX:
11785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11786
Key:

Data

{'content': 'one must saw off'}