Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπορπάω
ἀπόπραμα
ἀποπράσσω
ἀποπρατίζομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρεσβεία
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
ἀπόπρισις
ἀπόπρισμα
ἀποπριστέον
ἀποπρίω
ἀποπρό
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
View word page
ἀπόπρισμα
shavings

ShortDef

shavings

Debugging

Headword:
ἀπόπρισμα
Headword (normalized):
ἀπόπρισμα
Headword (normalized/stripped):
αποπρισμα
IDX:
11784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11785
Key:

Data

{'content': 'shavings'}