Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπορδή
ἀποπορεία
ἀποπορεύομαι
ἀποπορευτέα
ἀποπορπάω
ἀπόπραμα
ἀποπράσσω
ἀποπρατίζομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρεσβεία
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
ἀπόπρισις
ἀπόπρισμα
ἀποπριστέον
ἀποπρίω
ἀποπρό
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
View word page
ἀποπρεσβεύω
report as ambassador

ShortDef

report as ambassador

Debugging

Headword:
ἀποπρεσβεύω
Headword (normalized):
ἀποπρεσβεύω
Headword (normalized/stripped):
αποπρεσβευω
IDX:
11780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11781
Key:

Data

{'content': 'report as ambassador'}