Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδίδακτος
ἀδιέγγυος
ἀδιέκδυτος
ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιεξέταστος
ἀδιεξήγητος
ἀδιεξίτητος
ἀδιεξόδευτος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιευκρίνητος
ἀδιήγητος
ἀδιήθητος
ἀδικαιοδότητος
ἀδίκαστος
ἀδίκευσις
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
View word page
ἀδιέργαστος
not wrought out, unfinished

ShortDef

not wrought out, unfinished

Debugging

Headword:
ἀδιέργαστος
Headword (normalized):
ἀδιέργαστος
Headword (normalized/stripped):
αδιεργαστος
IDX:
1177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1178
Key:

Data

{'content': 'not wrought out, unfinished'}