Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπολιτεύω
ἀποπομπαῖος
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποποντόω
ἀποπορδή
ἀποπορεία
ἀποπορεύομαι
ἀποπορευτέα
ἀποπορπάω
ἀπόπραμα
ἀποπράσσω
ἀποπρατίζομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρεσβεία
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
ἀπόπρισις
ἀπόπρισμα
ἀποπριστέον
View word page
ἀπόπραμα
sub-letting
ShortDef
sub-letting
Debugging
Headword:
ἀπόπραμα
Headword (normalized):
ἀπόπραμα
Headword (normalized/stripped):
αποπραμα
IDX:
11775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11776
Key:
Data
{'content': 'sub-letting'}