Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπολιτεύω
ἀποπομπαῖος
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποποντόω
ἀποπορδή
ἀποπορεία
ἀποπορεύομαι
ἀποπορευτέα
ἀποπορπάω
ἀπόπραμα
ἀποπράσσω
ἀποπρατίζομαι
ἀποπραΰνω
ἀποπρεσβεία
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
View word page
ἀποπορεύομαι
to depart, go away

ShortDef

to depart, go away

Debugging

Headword:
ἀποπορεύομαι
Headword (normalized):
ἀποπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπορευομαι
IDX:
11772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11773
Key:

Data

{'content': 'to depart, go away'}