Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπολιτεύω
ἀποπομπαῖος
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποποντόω
ἀποπορδή
ἀποπορεία
ἀποπορεύομαι
ἀποπορευτέα
View word page
ἀποπολεμέω
to fight off from

ShortDef

to fight off from

Debugging

Headword:
ἀποπολεμέω
Headword (normalized):
ἀποπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
αποπολεμεω
IDX:
11763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11764
Key:

Data

{'content': 'to fight off from'}