Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπολιτεύω
ἀποπομπαῖος
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποποντόω
ἀποπορδή
View word page
ἀποπνοή
exhalation, evaporation

ShortDef

exhalation, evaporation

Debugging

Headword:
ἀποπνοή
Headword (normalized):
ἀποπνοή
Headword (normalized/stripped):
αποπνοη
IDX:
11760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11761
Key:

Data

{'content': 'exhalation, evaporation'}