Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπολιτεύω
ἀποπομπαῖος
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποποντόω
View word page
ἀποπνίγω
to choke, throttle

ShortDef

to choke, throttle

Debugging

Headword:
ἀποπνίγω
Headword (normalized):
ἀποπνίγω
Headword (normalized/stripped):
αποπνιγω
IDX:
11759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11760
Key:

Data

{'content': 'to choke, throttle'}