Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαχώριστος
ἀδιάψευστος
ἀδίδακτος
ἀδιέγγυος
ἀδιέκδυτος
ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιεξέταστος
ἀδιεξήγητος
ἀδιεξίτητος
ἀδιεξόδευτος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιευκρίνητος
ἀδιήγητος
ἀδιήθητος
ἀδικαιοδότητος
ἀδίκαστος
ἀδίκευσις
ἀδικέω
View word page
ἀδιεξόδευτος
having no outlet

ShortDef

having no outlet

Debugging

Headword:
ἀδιεξόδευτος
Headword (normalized):
ἀδιεξόδευτος
Headword (normalized/stripped):
αδιεξοδευτος
IDX:
1175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1176
Key:

Data

{'content': 'having no outlet'}