Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπολιτεύω
ἀποπομπαῖος
ἀποπομπή
View word page
ἀποπνεύματος
away from the wind, sheltered
ShortDef
away from the wind, sheltered
Debugging
Headword:
ἀποπνεύματος
Headword (normalized):
ἀποπνεύματος
Headword (normalized/stripped):
αποπνευματος
IDX:
11757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11758
Key:
Data
{'content': 'away from the wind, sheltered'}