Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπολιτεύω
View word page
ἀποπνείω
breathe forth, exhale

ShortDef

breathe forth, exhale

Debugging

Headword:
ἀποπνείω
Headword (normalized):
ἀποπνείω
Headword (normalized/stripped):
αποπνειω
IDX:
11755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11756
Key:

Data

{'content': 'breathe forth, exhale'}