Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
View word page
ἀποπλυτέον
one must wash, cleanse

ShortDef

one must wash, cleanse

Debugging

Headword:
ἀποπλυτέον
Headword (normalized):
ἀποπλυτέον
Headword (normalized/stripped):
αποπλυτεον
IDX:
11754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11755
Key:

Data

{'content': 'one must wash, cleanse'}