Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
View word page
ἀπόπλυσις
washing away
ShortDef
washing away
Debugging
Headword:
ἀπόπλυσις
Headword (normalized):
ἀπόπλυσις
Headword (normalized/stripped):
αποπλυσις
IDX:
11753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11754
Key:
Data
{'content': 'washing away'}