Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
ἀποποίησις
View word page
ἀποπλύνω
to wash away

ShortDef

to wash away

Debugging

Headword:
ἀποπλύνω
Headword (normalized):
ἀποπλύνω
Headword (normalized/stripped):
αποπλυνω
IDX:
11752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11753
Key:

Data

{'content': 'to wash away'}