Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀποποιέω
View word page
ἀπόπλυνσις
cleansing

ShortDef

cleansing

Debugging

Headword:
ἀπόπλυνσις
Headword (normalized):
ἀπόπλυνσις
Headword (normalized/stripped):
αποπλυνσις
IDX:
11751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11752
Key:

Data

{'content': 'cleansing'}