Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
View word page
ἀπόπλοος2
(adj) starting on a voyage
ShortDef
(n) a sailing away
(adj) starting on a voyage
Debugging
Headword:
ἀπόπλοος2
Headword (normalized):
ἀπόπλοος
Headword (normalized/stripped):
αποπλοος2
IDX:
11749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11750
Key:
Data
{'content': '(adj) starting on a voyage'}