Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιαχώρητος
ἀδιαχώριστος
ἀδιάψευστος
ἀδίδακτος
ἀδιέγγυος
ἀδιέκδυτος
ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιεξέταστος
ἀδιεξήγητος
ἀδιεξίτητος
ἀδιεξόδευτος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιευκρίνητος
ἀδιήγητος
ἀδιήθητος
ἀδικαιοδότητος
ἀδίκαστος
ἀδίκευσις
View word page
ἀδιεξίτητος
that cannot be exhausted, infinite in extent
ShortDef
that cannot be exhausted, infinite in extent
Debugging
Headword:
ἀδιεξίτητος
Headword (normalized):
ἀδιεξίτητος
Headword (normalized/stripped):
αδιεξιτητος
IDX:
1174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1175
Key:
Data
{'content': 'that cannot be exhausted, infinite in extent'}