Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
View word page
ἀπόπλοος
(n) a sailing away

ShortDef

(n) a sailing away
(adj) starting on a voyage

Debugging

Headword:
ἀπόπλοος
Headword (normalized):
ἀπόπλοος
Headword (normalized/stripped):
αποπλοος
IDX:
11748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11749
Key:

Data

{'content': '(n) a sailing away'}