Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπνείω
View word page
ἀποπλήσσω
to strike to earth, disable in body

ShortDef

to strike to earth, disable in body

Debugging

Headword:
ἀποπλήσσω
Headword (normalized):
ἀποπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
αποπλησσω
IDX:
11745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11746
Key:

Data

{'content': 'to strike to earth, disable in body'}