Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
View word page
ἀποπληρωτικός
completing, fulfilling

ShortDef

completing, fulfilling

Debugging

Headword:
ἀποπληρωτικός
Headword (normalized):
ἀποπληρωτικός
Headword (normalized/stripped):
αποπληρωτικος
IDX:
11744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11745
Key:

Data

{'content': 'completing, fulfilling'}