Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
View word page
ἀποπληρωτής
one who completes

ShortDef

one who completes

Debugging

Headword:
ἀποπληρωτής
Headword (normalized):
ἀποπληρωτής
Headword (normalized/stripped):
αποπληρωτης
IDX:
11743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11744
Key:

Data

{'content': 'one who completes'}