Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
View word page
ἀποπλήρωσις
a filling up, satisfying

ShortDef

a filling up, satisfying

Debugging

Headword:
ἀποπλήρωσις
Headword (normalized):
ἀποπλήρωσις
Headword (normalized/stripped):
αποπληρωσις
IDX:
11742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11743
Key:

Data

{'content': 'a filling up, satisfying'}