Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
View word page
ἀποπληρόω
to fill up, satisfy

ShortDef

to fill up, satisfy

Debugging

Headword:
ἀποπληρόω
Headword (normalized):
ἀποπληρόω
Headword (normalized/stripped):
αποπληροω
IDX:
11741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11742
Key:

Data

{'content': 'to fill up, satisfy'}