Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος2
ἀπόπλυμα
View word page
ἀποπλήξιος
apoplectic

ShortDef

apoplectic

Debugging

Headword:
ἀποπλήξιος
Headword (normalized):
ἀποπλήξιος
Headword (normalized/stripped):
αποπληξιος
IDX:
11740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11741
Key:

Data

{'content': 'apoplectic'}