Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
ἀπόπλοος
View word page
ἀπόπληκτος
disabled by a stroke

ShortDef

disabled by a stroke

Debugging

Headword:
ἀπόπληκτος
Headword (normalized):
ἀπόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
αποπληκτος
IDX:
11738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11739
Key:

Data

{'content': 'disabled by a stroke'}