Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀποπλοκή
View word page
ἀποπληκτικός
paralysed
ShortDef
paralysed
Debugging
Headword:
ἀποπληκτικός
Headword (normalized):
ἀποπληκτικός
Headword (normalized/stripped):
αποπληκτικος
IDX:
11737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11738
Key:
Data
{'content': 'paralysed'}