Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
View word page
ἀποπληκτεύομαι
to be senseless

ShortDef

to be senseless

Debugging

Headword:
ἀποπληκτεύομαι
Headword (normalized):
ἀποπληκτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπληκτευομαι
IDX:
11736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11737
Key:

Data

{'content': 'to be senseless'}