Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπλανάω
ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
View word page
ἀποπλέω
to sail away, sail off

ShortDef

to sail away, sail off

Debugging

Headword:
ἀποπλέω
Headword (normalized):
ἀποπλέω
Headword (normalized/stripped):
αποπλεω
IDX:
11735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11736
Key:

Data

{'content': 'to sail away, sail off'}