Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
View word page
ἀποπλέκω
separate

ShortDef

separate

Debugging

Headword:
ἀποπλέκω
Headword (normalized):
ἀποπλέκω
Headword (normalized/stripped):
αποπλεκω
IDX:
11733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11734
Key:

Data

{'content': 'separate'}