Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀποπληρόω
View word page
ἀποπλάστωπ
copier
ShortDef
copier
Debugging
Headword:
ἀποπλάστωπ
Headword (normalized):
ἀποπλάστωπ
Headword (normalized/stripped):
αποπλαστωπ
IDX:
11731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11732
Key:
Data
{'content': 'copier'}