Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
View word page
ἀποπλάσσομαι
model

ShortDef

model

Debugging

Headword:
ἀποπλάσσομαι
Headword (normalized):
ἀποπλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπλασσομαι
IDX:
11730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11731
Key:

Data

{'content': 'model'}