Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
View word page
ἀποπλανάω
to lead astray

ShortDef

to lead astray

Debugging

Headword:
ἀποπλανάω
Headword (normalized):
ἀποπλανάω
Headword (normalized/stripped):
αποπλαναω
IDX:
11725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11726
Key:

Data

{'content': 'to lead astray'}