Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλείω
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
View word page
ἀποπλάζω
to lead astray from

ShortDef

to lead astray from

Debugging

Headword:
ἀποπλάζω
Headword (normalized):
ἀποπλάζω
Headword (normalized/stripped):
αποπλαζω
IDX:
11724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11725
Key:

Data

{'content': 'to lead astray from'}