Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάφορος
ἀδιάφρακτος
ἀδιάχυτος
ἀδιαχώρητος
ἀδιαχώριστος
ἀδιάψευστος
ἀδίδακτος
ἀδιέγγυος
ἀδιέκδυτος
ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιεξέταστος
ἀδιεξήγητος
ἀδιεξίτητος
ἀδιεξόδευτος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιευκρίνητος
ἀδιήγητος
ἀδιήθητος
View word page
ἀδιεξέργαστος
not wrought out

ShortDef

not wrought out

Debugging

Headword:
ἀδιεξέργαστος
Headword (normalized):
ἀδιεξέργαστος
Headword (normalized/stripped):
αδιεξεργαστος
IDX:
1171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1172
Key:

Data

{'content': 'not wrought out'}