Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
View word page
ἀποπινόω
dirty, soil
ShortDef
dirty, soil
Debugging
Headword:
ἀποπινόω
Headword (normalized):
ἀποπινόω
Headword (normalized/stripped):
αποπινοω
IDX:
11718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11719
Key:
Data
{'content': 'dirty, soil'}