Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
View word page
ἀποπίεσις
squeezing

ShortDef

squeezing

Debugging

Headword:
ἀποπίεσις
Headword (normalized):
ἀποπίεσις
Headword (normalized/stripped):
αποπιεσις
IDX:
11715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11716
Key:

Data

{'content': 'squeezing'}