Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
View word page
ἀποπιέζω
squeeze out

ShortDef

squeeze out

Debugging

Headword:
ἀποπιέζω
Headword (normalized):
ἀποπιέζω
Headword (normalized/stripped):
αποπιεζω
IDX:
11714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11715
Key:

Data

{'content': 'squeeze out'}