Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
View word page
ἀποπήσσω
benumb
ShortDef
benumb
Debugging
Headword:
ἀποπήσσω
Headword (normalized):
ἀποπήσσω
Headword (normalized/stripped):
αποπησσω
IDX:
11712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11713
Key:
Data
{'content': 'benumb'}