Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
View word page
ἀποπηνίζομαι
become unwound, unrolled

ShortDef

become unwound, unrolled

Debugging

Headword:
ἀποπηνίζομαι
Headword (normalized):
ἀποπηνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπηνιζομαι
IDX:
11711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11712
Key:

Data

{'content': 'become unwound, unrolled'}