Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
View word page
ἀποπηδάω
to leap off from
ShortDef
to leap off from
Debugging
Headword:
ἀποπηδάω
Headword (normalized):
ἀποπηδάω
Headword (normalized/stripped):
αποπηδαω
IDX:
11709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11710
Key:
Data
{'content': 'to leap off from'}