Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
ἀποπινόω
View word page
ἀποπήγνυμι
to make to freeze, to freeze
ShortDef
to make to freeze, to freeze
Debugging
Headword:
ἀποπήγνυμι
Headword (normalized):
ἀποπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αποπηγνυμι
IDX:
11708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11709
Key:
Data
{'content': 'to make to freeze, to freeze'}