Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπεραιόω
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι
View word page
ἀποπεφασμένως
openly, plainly

ShortDef

openly, plainly

Debugging

Headword:
ἀποπεφασμένως
Headword (normalized):
ἀποπεφασμένως
Headword (normalized/stripped):
αποπεφασμενως
IDX:
11707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11708
Key:

Data

{'content': 'openly, plainly'}