Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
View word page
ἀποπερκόομαι
colour

ShortDef

colour

Debugging

Headword:
ἀποπερκόομαι
Headword (normalized):
ἀποπερκόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπερκοομαι
IDX:
11702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11703
Key:

Data

{'content': 'colour'}