Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
View word page
ἀποπεράω
to carry over

ShortDef

to carry over

Debugging

Headword:
ἀποπεράω
Headword (normalized):
ἀποπεράω
Headword (normalized/stripped):
αποπεραω
IDX:
11699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11700
Key:

Data

{'content': 'to carry over'}