Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἁβροβάτης
View word page
ἀβούλητος
involuntary

ShortDef

involuntary

Debugging

Headword:
ἀβούλητος
Headword (normalized):
ἀβούλητος
Headword (normalized/stripped):
αβουλητος
IDX:
116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-117
Key:

Data

{'content': 'involuntary'}