Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
View word page
ἀποπεραιόω
terminate
ShortDef
terminate
Debugging
Headword:
ἀποπεραιόω
Headword (normalized):
ἀποπεραιόω
Headword (normalized/stripped):
αποπεραιοω
IDX:
11697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11698
Key:
Data
{'content': 'terminate'}